λανβίρνιος

λανβίρνιος
-α, -ο
φρ. γεωλ. «λανβίρνια σειρά» ή, απλώς, «λανβίρνιο» — ακολουθία πετρωμάτων τής ορδοβίσιας περιόδου, που μελετήθηκε για πρώτη φορά στη βόρεια Ουαλία και που εντάσσεται μετά το αρενίκιο και πριν από το λανδέιλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”